Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
ελεαρχία — ἐλεαρχία, η (Α) αρχή που επόπτευε τα έλη τής Αιγύπτου … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη … Dictionary of Greek
πρωτόσχολος — και πρωτόσκολος, ο, Ν (κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
ταλώς — Κατά τη μυθολογία, γιος της Πέρδικας, αδελφής του Δαίδαλου, εγγονός του Μητίωνα, δισέγγονος του Ερεχθέα. Όταν έγινε 12 χρόνων, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον Δαίδαλο. Άξιος και ευφυής όπως ήταν, γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του. Εφεύρε το… … Dictionary of Greek
υποκοσμήτης — ὁ, Α κατώτερος άρχων, βοηθός τού κοσμητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κοσμητής «άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους»] … Dictionary of Greek
Αγήτωρ — Προσωνυμία του Δία στη Σπάρτη. Σε άλλα μέρη όμως Α. έλεγαν τον Ερμή ή τον Απόλλωνα. Στην Κύπρο, πάλι, Α. ήταν ο ιερέας που επόπτευε τις θυσίες προς την Αφροδίτη … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek